ίππιος

ίππιος
ἵππιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.)
2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος
ονομασία ενός μήνα στο Ρήγιο
4. φρ. α) «ἱππία ἄνασσα» — η βασίλισσα τών Αμαζόνων, Ευρ.
β) «ἵππιος Ποσειδῶν» — ο Ποσειδών ως δημιουργός τού ίππου, Αισχύλ.
γ) «ἵππιος Κολωνός» — ο Κολωνός, ως ιερό προς τιμήν τού Ποσειδώνος, Σοφ.
δ) «ἱππία Ἀθάνα» — επίθ. τής Αθηνάς, Σοφ.
ε) «ἱππία Ἥρα» — επίθ. τής Ήρας στην Ολυμπία, Παυσ.
στ) «ἵππιος Ἄρης» — επίθ. τού Άρη, Παυσ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος. Η λ. μαρτυρείται ήδη στον μυκηναϊκό τ. iqija].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἵππιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππιος — of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίων — ἵππιος of a horse fem gen pl ἵππιος of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππιον — ἵππιος of a horse masc acc sg ἵππιος of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гиппиоc — (΄Ίππιος конный ) 1) прозвище Посейдона; оракул Посейдона Г. находился в Онхесте. 2) Прозвище Ареса …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Гиппиос — (΄Ίππιος конный ): 1) прозвище Посейдона; оракул Посейдона Г. находился в Онхесте. 2) Прозвище Ареса …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἱππιᾶν — ἵππιος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππίας masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίην — ἵππιος of a horse fem acc sg (epic ionic) ἱππίας masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίης — ἵππιος of a horse fem gen sg (epic ionic) ἱππίας masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππίου — Ἵππιος masc gen sg Ἱππίης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”